εύροιζος

εύροιζος
εὔροιζος, -ον (Μ)
(για χρυσό) αυτός που ηχεί καλά, που από τον ήχο του φαίνεται η γνησιότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροίζος «βούισμα, σφύριγμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”